- βοηθήσιμος
- βοηθ-ήσιμος, ον,A curable, Thphr.HP9.16.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βοηθήσιμος — βοηθήσιμος, ον (Α) αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να βοηθήσει … Dictionary of Greek
βοηθήσιμον — βοηθήσιμος curable masc/fem acc sg βοηθήσιμος curable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)